φταίχτης

φταίχτης
και φταίστης, ο, θηλ. φταίχτρα, Ν
αυτός που φταίει σε κάτι, ένοχος, υπαίτιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φταιξ- τού αορ. έφταιξ-α τού ρ. φταίω (πρβλ. παίχ-της). Ο τ. φταίστης κατ' επίδραση τού πταίστης (< πταίω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φταίχτης — ο θηλ. τρα ο ένοχος σε κάτι, ο υπαίτιος, ο υπόλογος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …   Dictionary of Greek

  • πταίστης — ο, θηλ. πταίστρα, ΝΜ [πταίω / φταίω] ο φταίχτης …   Dictionary of Greek

  • υπαίτιος — α, ο / ὑπαίτιος, ον, ΝΑ 1. αυτός που ευθύνεται για μια πράξη ή για μια κατάσταση, υπεύθυνος 2. (κατ επέκτ.) ένοχος, φταίχτης αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται υπό κατηγορία, υπόλογος 2. αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος («τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν… …   Dictionary of Greek

  • φταίστης — ο, Ν βλ. φταίχτης …   Dictionary of Greek

  • φταίχτρα — η θηλ. του φταίχτης (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”